- σκαληνός
- -ή, -ό1. λοξός, στραβός.2. «σκαληνό τρίγωνο», τρίγωνο με άνισες τις πλευρές του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαληνός — uneven masc nom sg σκαληνός uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek
σκαληνά — σκαληνός uneven neut nom/voc/acc pl σκαληνά̱ , σκαληνός uneven fem nom/voc/acc dual σκαληνά̱ , σκαληνός uneven fem nom/voc sg (doric aeolic) σκαληνός uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνόν — σκαληνός uneven masc acc sg σκαληνός uneven neut nom/voc/acc sg σκαληνός uneven masc/fem acc sg σκαληνός uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνοῖς — σκαληνός uneven masc/neut dat pl σκαληνός uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνούς — σκαληνός uneven masc acc pl σκαληνός uneven masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνῷ — σκαληνός uneven masc/neut dat sg σκαληνός uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνῶν — σκαληνής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) σκαληνός uneven fem gen pl σκαληνός uneven masc/neut gen pl σκαληνός uneven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνής — ες, Α σκαληνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα] … Dictionary of Greek
σκαληνούμαι — όομαι, Α [σκαληνός] γίνομαι σκαληνός, καθίσταμαι ασύμμετρος («τὸ σκαληνοῡσθαι τὴν ὄψιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek